τροχαντήριος

τροχαντήριος
-α, -ο, Ν [τροχαντήρας]
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαντήρα
2. φρ. «τροχαντήριος βόθρος»
ανατ. κοίλανση στην εσωτερική επιφάνεια τού μείζονος τροχαντήρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποτροχαντήριος — α, ο, Ν ιατρ. αυτός που εντοπίζεται κάτω από τον τροχαντήρα, κάτω από την προεξοχή τού άνω άκρου τού μηριαίου οστού («υποτροχαντήριο κάταγμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypotrochanteric < υπ(ο) * + τροχαντήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”